μαρμαράδικο

μαρμαράδικο
το [μαρμαράς]
1. το εργαστήριο τού μαρμαρά, όπου γίνεται η κατεργασία τών μαρμάρων, μαρμαρογλυφείο, μαρμαρουργείο
2. κατάστημα ή πρατήριο ή μάντρα όπου πωλούνται μάρμαρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαρμαράδικο — το εργαστήριο όπου κατεργάζονται και πουλιούνται μάρμαρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρμαρογλυφείο — το το εργαστήριο τού μαρμαρογλύπτη, το μαρμαράδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαρογλύφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρουργείο — το [μαρμαρουργός] το εργαστήριο τού μαρμαρογλύπτη, μαρμαράδικο, μαρμαρογλυφείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”